- πανηγυριστήριον
- πᾰνηγῠρ-ιστήριον, τό,A place where national festivals are held,
ἐν τοῖς κοινοῖς τῆς Ἑλλάδος π., Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ IG5(2).517.16
(Lycosura, i/ii A. D.); ἐν τοῖς π. τῶν Παναχαιῶν ib.42(1).81.15 (Epid., i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.